- φυτογεωγραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογεωγραφία (βλ. λ.), που είναι της φυτογεωγραφίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτογεωγραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογεωγραφία 2. φρ. «φυτογεωγραφικά βασίλεια» βιολ. οι κύριες γεωγραφικές διαιρέσεις τού κόσμου με βάση την χαρακτηριστική σύνθεση τής χλωρίδας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek